ηλιοφοβία

ηλιοφοβία
η
παθολογικός φόβος τού ηλιακού φωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. helio-phobe < helio- (πρβλ. ήλιο-*) + -phobe (πρβλ. φοβία). Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ηλιοφοβία — η (ιατρ.) ψυχοπαθολογική κατάσταση ατόμου που κατέχεται από έμμονο φόβο προς το ηλιακό φως, η φωτοφοβία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -φοβία — ΝΑ β συνθετικό πολλών αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που είτε σχηματίστηκαν από επίθετα σε φόβος (< φόβος, πρβλ. ανθρωποφοβία, αφοβία, κενοφοβία, ξενοφοβία, σκιοφοβία, υδροφοβία, φωτοφοβία, ψυχροφοβία) είτε απευθείας από το αφηρημένο ουσιαστικό… …   Dictionary of Greek

  • ηλιόφοβος — η, ο αυτός που πάσχει από ηλιοφοβία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heliophobous < helio (πρβλ. ηλιο *) + phobous (πρβλ. φόβος)] …   Dictionary of Greek

  • ηλιόφοβος — η, ο αυτός που για ψυχολογικούς λόγους φοβάται τον ήλιο και το φως γενικά. Ουσ. ηλιοφοβία, η …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”